χωλοποιός

χωλοποιός
χωλοποιός
making lame
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χωλοποιός — όν, ΜΑ (ειρωνικά για τον Ευριπίδη) αυτός που κάνει κουτσούς τους ήρωές του, που παρουσιάζει στη σκηνή πρόσωπα τα οποία κουτσαίνουν μσν. ο χωλόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • χωλοποιόν — χωλοποιός making lame masc/fem acc sg χωλοποιός making lame neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλοποιοί — χωλοποιός making lame masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”